- φιόγκος
- boucle
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
φιόγκος — ο (λ. ιταλ.) 1. τρόπος δεσίματος λαιμοδέτη, κορδέλας, κορδονιού κτλ., σε σχήμα πεταλούδας: Η μπομπονιέρα έχει ωραίο φιόγκο στην κορδέλα της. 2. λαιμοδέτης δεμένος με αυτόν τον τρόπο, φιογκάκι: Μ αυτό το επίσημο κοστούμι αυτός μόνο ο φιόγκος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιόγκος — ο, Ν 1. τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας ή κορδονιού σε σχήμα πεταλούδας 2. (κατ επέκτ.) το δεμένο με τον τρόπο αυτό αντικείμενο 3. μτφ. (για πρόσ.) τζιτζιφιόγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiocco «νιφάδα, τολύπη μαλλιού, κόμπος γραβάτας»] … Dictionary of Greek
φιογκάκι — το, Ν [φιόγκος] υποκορ. τ. τού φιόγκος … Dictionary of Greek
παπιγιόν — το (λ. γαλλ.), λαιμοδέτης, πεταλούδα, φιόγκος, «οριζόντιο περιλαίμιο» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιογκάκι — το (υποκορ. του φιόγκος βλ. λ.), μικρός λαιμοδέτης δεμένος σε σχήμα πεταλούδας: Το φιογκάκι του ταιριάζει με το πουκάμισό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)